- τειχομαχώ
- τειχομαχῶ, -έω, ΝΜΑμάχομαι ως επιτιθέμενος ή ως αμυνόμενος στα τείχηαρχ.πολιορκώ («τειχομαχήσοντα τῷ Ἰλίῳ», Φιλόστρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ-μαχώ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τειχομαχώ — τειχομάχησα, μάχομαι ενάντια σε πόλη οχυρωμένη με τείχος ή μάχομαι από τα τείχη για υπεράσπισή τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek
τειχομάχης — και δωρ. τ. ας, ὁ, Α [τειχομαχῶ] τειχομάχος … Dictionary of Greek
τειχομάχος — ο / τειχομάχος, ον, ΝΜΑ [τειχομαχῶ] 1. (για πρόσ.) αυτός που μάχεται πάνω στο τείχος, που υπερασπίζει ή προσβάλλει τα τείχη 2. (για όργανα, μηχανές) αυτός που καταστρέφει τα τείχη (α. «τειχομάχος σίδηρος», Αππ. β. «τειχομάχοι μηχαναί», Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek
τειχομαχία — η, ΝΜΑ [τειχομαχῶ] 1. μάχη πάνω στα τείχη 2. ονομασία τής Μ, τής δωδέκατης ραψωδίας τής Ιλιάδος … Dictionary of Greek